행 22:30-23:10

22:30 이튿날 파견대장은 유댜인들이 왜 바울로를 고소하는지를 확실히 알아보려고 바울로를 묶었던 사슬을 풀어주고대사제들과 온 의회를 소집하였다. 그리고 바울로를 데려다가 그를 앞에 세웠다.

23: 1. 바울로는 의회원들을 똑바로 바라보며 "형제 여러분, 나는 이 날까지 하느님 앞에서 오로지 바른 양심을 가지고 살아왔습니다." 하고 말하였다.
 2. 이 말을 듣자 대사제 아나니아는 곁에 서 있던 사람들에게 바울로의 입을 때리라고 명령하였다.
 3. 그러자 바울로는 "회칠한 벽 같은 이 위선자! 하느님께서 당신을 치실 것이오. 당신은 율법대로 나를 재판하려고 거기 앉아 있으면서 도리어 율법을 어기고 나를 때리라고 하다니 될 말이오?" 하고 면박을 주었다.
 4. 그 곁에 서 있던 사람들이 "너는 하느님의 대사제를 모욕하고 있다." 하고 말하자
 5. 바울로는 "형제 여러분, 나는 그분이 대사제인 줄은 몰랐습니다. '네 백성의 지도자를 욕하지 마라.'라고 성서에 씌어 있는 것은 나도 잘 알고 있습니다." 하고 말하였다.
  6. 그 의회에 사두가이파와 바리사이파 두 파가 있는 것을 알고 바울로는 거기에서 큰소리로 이렇게 외쳤다. "형제 여러분, 나는 바리사이파 사람이며 내 부모도 바리사이파 사람입니다. 내가 이렇게 재판을 받고 있는 것은 우리 바리사이파 사람들이 믿는 대로 나도 죽은 자들의 부활에 대한 희망을 가지고 있기 때문입니다."
 7. 바울로가 이런 말을 하자 바리사이파와 사두가이파 사이에 분쟁이 일어나 의회는 갈라지고 말았다.
 8. 사두가이파는 부활도 천사도 영적 존재도 다 없다고 주장하는 사람들이고 바리사이파는 그런 것이 다 있다고 믿는 사람들이었던 것이다.
 9. 그래서 장내가 몹시 소란해졌다. 바리사이파에서 율법학자 몇 사람이 일어나 "우리는 이 사람에게서 조금도 잘못을 찾을 수 없습니다. 만일 영적 존재나 천사가 그에게 말 해 주었다면 어떻게 할 셈입니까?" 하고 내대며 바울로를 두둔하였다.
10. 논쟁이 심해지자 파견대장은 바울로가 그들에게 찢겨 죽을까 염려하여 자기 부하들을 내려보내며 바울로를 거기에서 빼내어 병영으로 데려가라고 명령하였다.

使徒行傳 22  
30 第二天、千夫長為要知道猶太人控告保羅的實情、便解開他、吩咐祭司長和全公會的人、都聚集、將保羅帶下來、叫他站在他們面前。

使徒行傳 23 

1 保羅定睛看著公會的人、說、弟兄們、我在 神面前行事為人、都是憑著良心、直到今日。2 大祭司亞拿尼亞、就吩咐旁邊站著的人打他的嘴。
3 保羅對他說、你這粉飾的牆、 神要打你.你坐堂為的是按律法審問我、你竟違背律法、吩咐人打我麼。4 站在旁邊的人說、你辱罵 神的大祭司麼。
5 保羅羅說、弟兄們、我不曉得他是大祭司.經上記著說、『不可毀謗你百姓的官長。』
6 保羅看出大眾、一半是撒都該人、一半是法利賽人、就在公會中大聲說、弟兄們、我是法利賽人、也是法利賽人的子孫.我現在受審問、是為盼望死人復活。
7 說了這話、法利賽人和撒都該人、就爭論起來、會眾分為兩黨。
8 因為撒都該人說、沒有復活、也沒有天使、和鬼魂.法利賽人卻說、兩樣都有。
9 於是大大的喧嚷起來.有幾個法利賽黨的文士站起來、爭辯說、我們看不出這人有甚麼惡處、倘若有鬼魂、或是天使、對他說過話、怎麼樣呢。
10 那時大起爭吵、千夫長恐怕保羅被他們扯碎了、就吩咐兵丁下去、把他從眾人當中搶出來、帶進營樓去。

22:30 τη δε επαυριον βουλομενος γνωναι το ασφαλες το τι κατηγορειται υπο των ιουδαιων ελυσεν αυτον και εκελευσεν συνελθειν τους αρχιερεις και παν το συνεδριον και καταγαγων τον παυλον εστησεν εις αυτους

23:1 ατενισας δε {VAR2: ο } παυλος τω συνεδριω ειπεν ανδρες αδελφοι εγω παση συνειδησει αγαθη πεπολιτευμαι τω θεω αχρι ταυτης της ημερας
2 ο δε αρχιερευς ανανιας επεταξεν τοις παρεστωσιν αυτω τυπτειν αυτου το στομα
3 τοτε ο παυλος προς αυτον ειπεν τυπτειν σε μελλει ο θεος τοιχε κεκονιαμενε και συ καθη κρινων με κατα τον νομον και παρανομων κελευεις με τυπτεσθαι
4 οι δε παρεστωτες ειπαν τον αρχιερεα του θεου λοιδορεις
5 εφη τε ο παυλος ουκ ηδειν αδελφοι οτι εστιν αρχιερευς γεγραπται γαρ οτι αρχοντα του λαου σου ουκ ερεις κακως
6 γνους δε ο παυλος οτι το εν μερος εστιν σαδδουκαιων το δε ετερον φαρισαιων εκραζεν εν τω συνεδριω ανδρες αδελφοι εγω φαρισαιος ειμι υιος φαρισαιων περι ελπιδος και αναστασεως νεκρων {VAR2: [εγω] } κρινομαι
7 τουτο δε αυτου {VAR1: λαλουντος } {VAR2: ειποντος } εγενετο στασις των φαρισαιων και σαδδουκαιων και εσχισθη το πληθος
8 σαδδουκαιοι {VAR2: μεν } γαρ λεγουσιν μη ειναι αναστασιν μητε αγγελον μητε πνευμα φαρισαιοι δε ομολογουσιν τα αμφοτερα
9 εγενετο δε κραυγη μεγαλη και ανασταντες τινες των γραμματεων του μερους των φαρισαιων διεμαχοντο λεγοντες ουδεν κακον ευρισκομεν εν τω ανθρωπω τουτω ει δε πνευμα ελαλησεν αυτω η αγγελος
10 πολλης δε γινομενης στασεως φοβηθεις ο χιλιαρχος μη διασπασθη ο παυλος υπ αυτων εκελευσεν το στρατευμα καταβαν αρπασαι αυτον εκ μεσου αυτων αγειν {VAR2: τε } εις την παρεμβολην